νεογέννητος

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογέννητος Medium diacritics: νεογέννητος Low diacritics: νεογέννητος Capitals: ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neogénnētos Transliteration B: neogennētos Transliteration C: neogennitos Beta Code: neoge/nnhtos

English (LSJ)

νεογέννητον, gloss on νεογιλός, Phot.

German (Pape)

[Seite 241] = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

νεογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.

Greek Monolingual

και νιογέννητος, -η, -ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο
το νεογνό
2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γέννητος (< γεννῶ)].