Anonymous

νιφετώδης: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />neigeux.<br />'''Étymologie:''' [[νιφετός]], -ώδης.
|btext=ης, ες :<br />neigeux.<br />'''Étymologie:''' [[νιφετός]], -ώδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[νιφετώδης]], -ῶδες (Α) [[νιφετός]]<br />αυτός που μοιάζει με νιφετό ή ο [[γεμάτος]] [[χιόνι]], [[χιονώδης]] («ἔπομβροι δ' εἰσὶ οἱ ἀέρες μᾱλλον ἢ νιφετώδεις», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}