Anonymous

νῆμα: Difference between revisions

From LSJ
3,374 bytes added ,  29 September 2017
27
(Autenrieth)
(27)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ατος (νέ Od. 24.2): [[that]] [[which]] is spun, [[yarn]]. (Od.)
|auten=ατος (νέ Od. 24.2): [[that]] [[which]] is spun, [[yarn]]. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νῆμα]], Μ και [[νέμα]] και νέμαν)<br />[[είδος]] λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, [[ιδίως]] υφαντικές, η [[κλωστή]], το [[γνέμα]] (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν [[νῆμα]] γενόμενον», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή [[υγρασία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το ευκίνητο [[στέλεχος]] του στήμονα τών ανθέων που στην [[κορυφή]] του βρίσκεται ο ανθήρας<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> λεπτότατη ίνα, κατασκευασμένη από διάφορες ύλες, από την οποία σχηματίζεται [[πλέγμα]] σε κάθετες και οριζόντιες διευθύνσεις στο εστιακό επίπεδο τών αστρονομικών οργάνων για [[διευκόλυνση]] τών μετρήσεων, αλλ. [[σταυρόνημα]]<br /><b>3.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> το [[λεπτό]] [[αγώγιμο]] δύστηκτο [[σύρμα]], που [[σήμερα]] κατασκευάζεται από ειδικό κράμμα μετάλλων, τών ηλεκτρικών λαμπτήρων πυράκτωσης<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[λογικός]] [[ειρμός]], [[αλληλουχία]], [[λογική]] [[σειρά]] («το [[νήμα]] τών σκέψεων»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νήμα]] της στάθμης» — [[κλωστή]] από την οποία κρέμεται μικρό μεταλλικό [[βάρος]] δίνοντάς της κατακόρυφη [[διεύθυνση]] και που χρησιμοποιείται προκειμένου να ελεγχθεί η [[κατακόρυφος]] τών τοίχων ή άλλων κάθετων επιφανειών<br />β) «[[νήμα]] δικτύων» — [[νήμα]] το οποίο χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] τών αλιευτικών διχτιών<br />γ) «[[νήμα]] εκπομπής»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> [[νήμα]] από δύστηκτο [[μέταλλο]] καλυμμένο με ειδική [[ουσία]] το οποίο έχει [[μεγάλη]] [[ικανότητα]] εκπομπής ηλετρονίων και χρησιμοποιείται στις ηλεκτρονικές λυχνίες και στους λαμπτήρες φθορισμού<br />δ) «κόπηκε απότομα το [[νήμα]] της ζωής του» — πέθανε [[ξαφνικά]], απροσδόκητα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[θηλειά]], [[βρόχος]], [[παγίδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το πεπρωμένο, η [[ειμαρμένη]] («[[οὔπω]] πεπλήρωται τὸ [[νῆμα]] αὐτοῡ», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νη</i>- του [[νήθω]] «[[γνέθω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Οι τ. [[νέμα]] και <i>νέμαν</i> [[είναι]] ιδιωματικοί].
}}
}}