Anonymous

νοσίζω: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_2)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσίζω''': [[κάμνω]] τινὰ ἀσθενῆ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 3, 2· ἴδε ἐν λέξ. νοσάζω.
|lstext='''νοσίζω''': [[κάμνω]] τινὰ ἀσθενῆ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 3, 2· ἴδε ἐν λέξ. νοσάζω.
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσίζω]] (Α) [[νόσος]]<br />[[καθιστώ]] ασθενή κάποιον, [[προξενώ]] [[αρρώστια]] σε κάποιον.
}}
}}