Anonymous

νοσίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(27)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσίζω]] (Α) [[νόσος]]<br />[[καθιστώ]] ασθενή κάποιον, [[προξενώ]] [[αρρώστια]] σε κάποιον.
|mltxt=[[νοσίζω]] (Α) [[νόσος]]<br />[[καθιστώ]] ασθενή κάποιον, [[προξενώ]] [[αρρώστια]] σε κάποιον.
}}
{{elru
|elrutext='''νοσίζω:''' делать больным Arst.
}}
}}