Anonymous

νόσανσις: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_9)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νόσανσις''': ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥημ. νοσαίνω) τὸ νὰ ἀσθενήσῃ τις, ἀντιθ. τῷ [[ὑγίανσις]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5· καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[νόσωσις]], [[αὐτόθι]] 5. 5, 3.
|lstext='''νόσανσις''': ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥημ. νοσαίνω) τὸ νὰ ἀσθενήσῃ τις, ἀντιθ. τῷ [[ὑγίανσις]], Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5· καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[νόσωσις]], [[αὐτόθι]] 5. 5, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[νόσανσις]], ἡ (Α)<br />το να ασθενεί [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. <i>νοσαίνω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[υγίανσις]]: [[υγιαίνω]]].
}}
}}