νόσανσις

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόσανσις Medium diacritics: νόσανσις Low diacritics: νόσανσις Capitals: ΝΟΣΑΝΣΙΣ
Transliteration A: nósansis Transliteration B: nosansis Transliteration C: nosansis Beta Code: no/sansis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (as if from *νοσαίνω) falling sick, opp. ὑγίανσις, Arist.Ph.230a22, Plot.6.3.22 and 23; v.l. for νόσωσις, Arist. Ph.229a26.

German (Pape)

[Seite 263] ἡ, das Erkranken, Krankwerden, Gegensatz ὑγίανσις, Arist. phys. ausc. 5, 5. (Das Verbum νοσαίνω kommt nicht vor.)

Russian (Dvoretsky)

νόσανσις: εως ἡ заболевание Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νόσανσις: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥημ. νοσαίνω) τὸ νὰ ἀσθενήσῃ τις, ἀντιθ. τῷ ὑγίανσις, Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5· καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ νόσωσις, αὐτόθι 5. 5, 3.

Greek Monolingual

νόσανσις, ἡ (Α)
το να ασθενεί κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. νοσαίνω, κατά το σχήμα υγίανσις: υγιαίνω].