Anonymous

νυκτοκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_19)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτοκλέπτης''': -ου, ἴδε [[νυκτικλέπτης]].
|lstext='''νυκτοκλέπτης''': -ου, ἴδε [[νυκτικλέπτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α [[νυκτικλέπτης]], Μ [[νυκτοκλέπτης]])<br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει στη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κλέπτης]]. Ο αρχ. τ. [[νυκτικλέπτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])].
}}
}}