Anonymous

παιπάλλω: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_2)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιπάλλω''': [[σείω]].
|lstext='''παιπάλλω''': [[σείω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παιπάλλω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σείω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για επιτακτικό τ. του [[πάλλω]] «[[ταράζω]], [[ταρακουνώ]]», με διπλασιασμό κατ' [[επίδραση]] του [[παιπάλη]] (<b>πρβλ.</b> [[πάλη]] [ΙΙ]).
}}
}}