Anonymous

παραστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_5)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραστοχάζομαι''': ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, [[ἀποβλέπω]] εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. [[ἀποτυγχάνω]], τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ.
|lstext='''παραστοχάζομαι''': ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, [[ἀποβλέπω]] εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. [[ἀποτυγχάνω]], τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσπαθώ]] να επιτύχω [[κάτι]], [[σκοπεύω]], [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («[[παραστοχάζομαι]] της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[τιμώ]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] έξω από τον στόχο μου, [[αποτυγχάνω]].
}}
}}