Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσπαθώ]] να επιτύχω [[κάτι]], [[σκοπεύω]], [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («[[παραστοχάζομαι]] της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[τιμώ]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] έξω από τον στόχο μου, [[αποτυγχάνω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσπαθώ]] να επιτύχω [[κάτι]], [[σκοπεύω]], [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («[[παραστοχάζομαι]] της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[τιμώ]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] έξω από τον στόχο μου, [[αποτυγχάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραστοχάζομαι:''' метить, стремиться (τῆς συντομίας Sext.).
}}
}}