3,276,932
edits
(6_19) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχευτής''': -οῦ, ὁ, = [[ὀχεῖον]], Ἡσύχ. - μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀσελγής]], [[ἀκόλαστος]], [[λάγνος]], Ἀνθ. Π. 11. 318. | |lstext='''ὀχευτής''': -οῦ, ὁ, = [[ὀχεῖον]], Ἡσύχ. - μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀσελγής]], [[ἀκόλαστος]], [[λάγνος]], Ἀνθ. Π. 11. 318. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀχευτής]], Α θηλ. [[ὀχεύτρια]]) [[οχεύω]]<br />[[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική [[μίξη]] με θηλυκό, [[επιβήτορας]], βατευτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]. | |||
}} | }} |