Anonymous

ὀχευτής: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_19)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχευτής''': -οῦ, ὁ, = [[ὀχεῖον]], Ἡσύχ. - μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀσελγής]], [[ἀκόλαστος]], [[λάγνος]], Ἀνθ. Π. 11. 318.
|lstext='''ὀχευτής''': -οῦ, ὁ, = [[ὀχεῖον]], Ἡσύχ. - μεταφ., [[ἄνθρωπος]] [[ἀσελγής]], [[ἀκόλαστος]], [[λάγνος]], Ἀνθ. Π. 11. 318.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀχευτής]], Α θηλ. [[ὀχεύτρια]]) [[οχεύω]]<br />[[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική [[μίξη]] με θηλυκό, [[επιβήτορας]], βατευτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ακόλαστος]], [[ασελγής]].
}}
}}