Anonymous

ὀχευτής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀχευτής]], Α θηλ. [[ὀχεύτρια]]) [[οχεύω]]<br />[[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική [[μίξη]] με θηλυκό, [[επιβήτορας]], βατευτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ακόλαστος]], [[ασελγής]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀχευτής]], Α θηλ. [[ὀχεύτρια]]) [[οχεύω]]<br />[[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική [[μίξη]] με θηλυκό, [[επιβήτορας]], βατευτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ακόλαστος]], [[ασελγής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχευτής:''' οῦ ὁ развратник Anth.
}}
}}