Anonymous

πομπευτής: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui figure dans une procession.<br />'''Étymologie:''' [[πομπεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui figure dans une procession.<br />'''Étymologie:''' [[πομπεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[πομπεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συμμετέχει σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> ο [[διοργανωτής]] ή [[τελετάρχης]] πομπής<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.
}}
}}