πομπευτής

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπευτής Medium diacritics: πομπευτής Low diacritics: πομπευτής Capitals: ΠΟΜΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pompeutḗs Transliteration B: pompeutēs Transliteration C: pompeftis Beta Code: pompeuth/s

English (LSJ)

πομπευτοῦ, ὁ,
A = πομπεύς 2, Id.7.72: as adjective, π. ἵππος πάντα διδάσκεται Iamb.post Polem.p.50 Hinck.
2 organizer of a procession or marshal of a procession, Luc. Nec.16.

German (Pape)

[Seite 678] ὁ, = πομπεύς, Luc. Necyom. 16, l. d.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui figure dans une procession.
Étymologie: πομπεύω.

Russian (Dvoretsky)

πομπευτής: οῦ ὁ участник торжественного шествия Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πομπευτής: -οῦ, ὁ, = πομπεὺς 2, Λουκ. Νεκυομ. 16.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πομπεύω
1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή
2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής
αρχ.
(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.