Anonymous

πολύβωμος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύβωμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς βωμούς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 266.
|lstext='''πολύβωμος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς βωμούς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 266.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλούς βωμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βωμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δωδεκά</i>-<i>βωμος</i>)].
}}
}}