Anonymous

πομπεύω: Difference between revisions

From LSJ
1,733 bytes added ,  29 September 2017
33
(Autenrieth)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[πομπεύς]]): be [[escort]], [[conduct]], [[escort]], Od. 13.422†.
|auten=([[πομπεύς]]): be [[escort]], [[conduct]], [[escort]], Od. 13.422†.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[πομπή]] / [[πομπός]]<br />[[βρίζω]] με χυδαία σκώμματα, [[κοροϊδεύω]], [[χλευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε [[διαπόμπευση]], [[διαπομπεύω]]<br /><b>2.</b> [[διασύρω]], [[εξευτελίζω]] [[δημόσια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον ως [[πομπός]], τον [[οδηγώ]] στον δρόμο του, [[προπομπεύω]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[πομπή]]<br /><b>3.</b> [[προχωρώ]] σε [[πομπή]], [[συμμετέχω]] σε τελετουργική [[πορεία]]<br /><b>4.</b> [[περιφέρω]] σε [[πομπή]] ή σε [[φέρετρο]] τις εστιάδες παρθένους που αμάρτησαν<br /><b>5.</b> (για αιχμάλωτο) σέρνομαι [[πίσω]] από θρίαμβο σαν [[λάφυρο]]<br />(ἐπόμπευσε δὲ καὶ Λίβης τῶν Χάττων [[ἱερεύς]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νικητή στρατηγό) [[παρελαύνω]] σε θρίαμβο<br /><b>7.</b> [[βαδίζω]] επιδεικτικά με [[σοβαρότητα]] και περηφάνεια<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] με τρόπο κραυγαλέο, [[κάνω]] πομπώδη [[επίδειξη]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>πομπεύομαι</i><br />(στη [[Ρώμη]]) μέ περιφέρουν [[πίσω]] από ρωμαϊκό θρίαμβο («καὶ ἄλλα δὲ σώματα ἐπομπεύθη ἐκ τῶν πορθημένων ἐθνῶν», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}