3,277,206
edits
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[πομπή]] / [[πομπός]]<br />[[βρίζω]] με χυδαία σκώμματα, [[κοροϊδεύω]], [[χλευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε [[διαπόμπευση]], [[διαπομπεύω]]<br /><b>2.</b> [[διασύρω]], [[εξευτελίζω]] [[δημόσια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον ως [[πομπός]], τον [[οδηγώ]] στον δρόμο του, [[προπομπεύω]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[πομπή]]<br /><b>3.</b> [[προχωρώ]] σε [[πομπή]], [[συμμετέχω]] σε τελετουργική [[πορεία]]<br /><b>4.</b> [[περιφέρω]] σε [[πομπή]] ή σε [[φέρετρο]] τις εστιάδες παρθένους που αμάρτησαν<br /><b>5.</b> (για αιχμάλωτο) σέρνομαι [[πίσω]] από θρίαμβο σαν [[λάφυρο]]<br />(ἐπόμπευσε δὲ καὶ Λίβης τῶν Χάττων [[ἱερεύς]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νικητή στρατηγό) [[παρελαύνω]] σε θρίαμβο<br /><b>7.</b> [[βαδίζω]] επιδεικτικά με [[σοβαρότητα]] και περηφάνεια<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] με τρόπο κραυγαλέο, [[κάνω]] πομπώδη [[επίδειξη]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>πομπεύομαι</i><br />(στη [[Ρώμη]]) μέ περιφέρουν [[πίσω]] από ρωμαϊκό θρίαμβο («καὶ ἄλλα δὲ σώματα ἐπομπεύθη ἐκ τῶν πορθημένων ἐθνῶν», <b>Στράβ.</b>). | |mltxt=ΝΑ [[πομπή]] / [[πομπός]]<br />[[βρίζω]] με χυδαία σκώμματα, [[κοροϊδεύω]], [[χλευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε [[διαπόμπευση]], [[διαπομπεύω]]<br /><b>2.</b> [[διασύρω]], [[εξευτελίζω]] [[δημόσια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]] κάποιον ως [[πομπός]], τον [[οδηγώ]] στον δρόμο του, [[προπομπεύω]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[πομπή]]<br /><b>3.</b> [[προχωρώ]] σε [[πομπή]], [[συμμετέχω]] σε τελετουργική [[πορεία]]<br /><b>4.</b> [[περιφέρω]] σε [[πομπή]] ή σε [[φέρετρο]] τις εστιάδες παρθένους που αμάρτησαν<br /><b>5.</b> (για αιχμάλωτο) σέρνομαι [[πίσω]] από θρίαμβο σαν [[λάφυρο]]<br />(ἐπόμπευσε δὲ καὶ Λίβης τῶν Χάττων [[ἱερεύς]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νικητή στρατηγό) [[παρελαύνω]] σε θρίαμβο<br /><b>7.</b> [[βαδίζω]] επιδεικτικά με [[σοβαρότητα]] και περηφάνεια<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[επιδεικνύω]] [[κάτι]] με τρόπο κραυγαλέο, [[κάνω]] πομπώδη [[επίδειξη]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>πομπεύομαι</i><br />(στη [[Ρώμη]]) μέ περιφέρουν [[πίσω]] από ρωμαϊκό θρίαμβο («καὶ ἄλλα δὲ σώματα ἐπομπεύθη ἐκ τῶν πορθημένων ἐθνῶν», <b>Στράβ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πομπεύω:''' ([[πομπή]]), Ιων. παρατ. <i>πομπεύεσκον</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], π.χ. ως [[οδηγός]], σε Ομήρ. Οδ.· Ἑρμοῦ τέχνην [[πομπεύω]], [[χρησιμοποιώ]] την [[τέχνη]] της συνοδείας του Ερμή, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[οδηγώ]] σε [[ιερή]] [[πομπή]], [[πομπεύω]] πομπήν, Λατ. pompam ducere, [[παρά]] Δημ. — Παθ., οδηγούμαι σε θρίαμβο (στη [[Ρώμη]]), σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[πορεύομαι]] σε [[πομπή]], σε Δημ., Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[υβρίζω]] με χυδαία σκώμματα (πρβλ. [[πομπεία]] II), σε Δημ. | |||
}} | }} |