Anonymous

πολύπτωτος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύπτωτος''': -ον, ([[πτῶσις]]) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «[[πολύπτωτος]] ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν [[σχῆμα]], πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.
|lstext='''πολύπτωτος''': -ον, ([[πτῶσις]]) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «[[πολύπτωτος]] ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν [[σχῆμα]], πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπτωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει πολλές πτώσεις<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύπτωτο</i><br />(ενν. [[σχήμα]]) ρητορικό [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πτωτος</i>].
}}
}}