πολύπτωτος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπτωτος Medium diacritics: πολύπτωτος Low diacritics: πολύπτωτος Capitals: ΠΟΛΥΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: polýptōtos Transliteration B: polyptōtos Transliteration C: polyptotos Beta Code: polu/ptwtos

English (LSJ)

πολύπτωτον, (πτῶσις) with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 670] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1

Russian (Dvoretsky)

πολύπτωτος: грам. многопадежный.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπτωτος: -ον, (πτῶσις) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «πολύπτωτος ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν σχῆμα, πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο
(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτωτός (< πίπτω), πρβλ. δίπτωτος].