Anonymous

πεποιθότως: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεποιθότως''': Ἐπίρρ. = [[πεπεισμένως]], Ἀκύλλ. ἐν Παλ. Διαθ., Δίων Χρυσ. 1. 383.
|lstext='''πεποιθότως''': Ἐπίρρ. = [[πεπεισμένως]], Ἀκύλλ. ἐν Παλ. Διαθ., Δίων Χρυσ. 1. 383.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με [[βεβαιότητα]], με [[πεποίθηση]]<br /><b>2.</b> πειστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεποιθώς</i>, -<i>ότος</i>, μτχ. ενεργ. παρακμ. του [[πείθω]].
}}
}}