Anonymous

πισσόχριστος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_17)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πισσόχριστος''': -ον, κεχρισμένος διὰ πίσσης, [[νῆες]] Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέλαιναι [[νῆες]].
|lstext='''πισσόχριστος''': -ον, κεχρισμένος διὰ πίσσης, [[νῆες]] Ἡσύχ. ἐν λέξ. μέλαιναι [[νῆες]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που έχει αλειφθεί με [[πίσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[χριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χρίω]] «[[αλείφω]]»)].
}}
}}