3,271,244
edits
(6_17) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτιδιέξοδος''': -ον, ὁ διὰ νυκτὸς ἀνατέλλων καὶ δύων, Γεμῖν. σ. 49, 29: ὡς θηλ. οὐσιαστ., ὁ νυκτερινὸς [[δρόμος]] ἀστέρος, Πτολεμ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 4, σ. 429· πρβλ. [[κολοβοδιέξοδος]]. | |lstext='''νυκτιδιέξοδος''': -ον, ὁ διὰ νυκτὸς ἀνατέλλων καὶ δύων, Γεμῖν. σ. 49, 29: ὡς θηλ. οὐσιαστ., ὁ νυκτερινὸς [[δρόμος]] ἀστέρος, Πτολεμ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 4, σ. 429· πρβλ. [[κολοβοδιέξοδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτιδιέξοδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αστέρες) αυτός που ανατέλλει [[μετά]] τη [[δύση]] του Ηλίου και δύει [[πριν]] από την [[ανατολή]], [[έτσι]] ώστε η [[πλήρης]] [[περιφορά]] [[πάνω]] από τον ορίζοντα [[είναι]] ορατή<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[νυκτιδιέξοδος]]<br />νυχτερινή [[πορεία]] αστέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[διέξοδος]]. | |||
}} | }} |