νυκτιδιέξοδος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐδιέξοδος Medium diacritics: νυκτιδιέξοδος Low diacritics: νυκτιδιέξοδος Capitals: ΝΥΚΤΙΔΙΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: nyktidiéxodos Transliteration B: nyktidiexodos Transliteration C: nyktidieksodos Beta Code: nuktidie/codos

English (LSJ)

νυκτιδιέξοδον, of stars, rising above the horizon after sunset and setting below it before sunrise (so that their whole course above the horizon is visible), Ptol. Phas.pp.9,10 H.: wrongly expld. by Gem. 14.12 of stars setting before sunset and rising after sunrise.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιδιέξοδος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς ἀνατέλλων καὶ δύων, Γεμῖν. σ. 49, 29: ὡς θηλ. οὐσιαστ., ὁ νυκτερινὸς δρόμος ἀστέρος, Πτολεμ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 4, σ. 429· πρβλ. κολοβοδιέξοδος.

Greek Monolingual

νυκτιδιέξοδος, -ον (Α)
1. (για αστέρες) αυτός που ανατέλλει μετά τη δύση του Ηλίου και δύει πριν από την ανατολή, έτσι ώστε η πλήρης περιφορά πάνω από τον ορίζοντα είναι ορατή
2. το θηλ. ως ουσ.νυκτιδιέξοδος
νυχτερινή πορεία αστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + διέξοδος.