Anonymous

ξανθύνομαι: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_20)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθύνομαι''': παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ξανθός]], Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 15, 6.
|lstext='''ξανθύνομαι''': παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ξανθός]], Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 15, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξανθύνομαι]] (Α) [[ξανθός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ξανθός]], [[σκουραίνω]].
}}
}}