οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
Full diacritics: ξανθύνομαι | Medium diacritics: ξανθύνομαι | Low diacritics: ξανθύνομαι | Capitals: ΞΑΝΘΥΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: xanthýnomai | Transliteration B: xanthynomai | Transliteration C: ksanthynomai | Beta Code: canqu/nomai |
Pass., become brown, Thphr. HP 3.15.6.
[Seite 275] = ξανθόομαι, Theophr., l. d.
ξανθύνομαι: παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ξανθός, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 15, 6.
ξανθύνομαι (Α) ξανθός
είμαι ή γίνομαι ξανθός, σκουραίνω.