Anonymous

ξενισμός: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ξένισις]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ξένισις]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ξενισμός]]) [[ξενίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[χρησιμοποίηση]] ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, [[αντί]] της αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων της ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η [[μαντάμ]]» — ήλθε η [[κυρία]]<br />β. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)<br /><b>2.</b> η [[μίμηση]] τών ξένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φιλοξενία]]<br /><b>2.</b> το [[παράδοξο]], το ασυνήθιστο<br /><b>3.</b> [[επιβλαβής]] [[κατάσταση]] που προέρχεται από [[αλλαγή]] της συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος<br /><b>4.</b> επιζήμιο [[γεγονός]]<br /><b>5.</b> [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]]<br /><b>6.</b> [[διαφοροποίηση]], [[μεταβολή]].
}}
}}