Anonymous

ὀβολοστάτης: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολός]], [[ἵστημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολός]], [[ἵστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀβολοστάτης]], -ου, ὁ, θηλ. [[ὀβολοστάτις]], -ιδος (Α)<br />αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής [[δανειστής]], ο [[τοκογλύφος]] («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῑα καὶ τόκοι τόκων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀβολός]] <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στα</i>- του [[ἵστημι]], <b>πρβλ.</b> [[στάσις]]), <b>πρβλ.</b> <i>θερμο</i>-[[στάτης]], <i>λυχνο</i>-[[στάτης]]].
}}
}}