Anonymous

ὀβολοστάτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀβολοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς [[δανειστής]], [[τοκογλύφος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ [[ὀβολοστάτης]] γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ τοκογλύφου καὶ [[καθόλου]] τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.
|lstext='''ὀβολοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς [[δανειστής]], [[τοκογλύφος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ [[ὀβολοστάτης]] γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]) ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ τοκογλύφου καὶ [[καθόλου]] τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />usurier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβολός]], [[ἵστημι]].
}}
}}