Anonymous

ὀδύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
28
(Autenrieth)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. [[part]]. ὀδῦράμενος: [[grieve]], [[lament]]; abs., or w. causal gen., or trans., τινά or τὶ, α 2, Od. 5.153.
|auten=aor. [[part]]. ὀδῦράμενος: [[grieve]], [[lament]]; abs., or w. causal gen., or trans., τινά or τὶ, α 2, Od. 5.153.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀδύρομαι]] και, για μετρικούς λόγους, [[δύρομαι]])<br />[[κλαίω]] [[γοερά]], [[θρηνώ]] απαρηγόρητα, [[ολοφύρομαι]], [[ολολύζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πενθώ]] («ἵνα μηκέτ' ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα [[φθινύθω]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀδύρομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀδυρjομαι</i>) ανάγεται πιθ. στην [[ρίζα]] <i>ed</i>- «[[τρώω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ὀδύνη]]), παρεκτεταμένη με [[επίθημα]] σε -r. Στο ρ. [[ὀδύρομαι]] η σημ. της ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει το σπαρακτικό [[κλάμα]] (για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] <b>βλ.</b>λ. [[οδύνη]]). Τέλος, ο παρλλ. τ. [[δύρομαι]] έχει σχηματιστεί με σίγηση του αρκτ. άτονου φωνήεντος, αναλογικά [[προς]] το [[μύρομαι]] «[[κλαίω]], [[θρηνώ]]»].
}}
}}