Anonymous

οἰκούριος: Difference between revisions

From LSJ
28
(SL_2)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[οἰκούριος]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ?looking [[after]] the [[house]] ἐφίλησεν [[οὔτε]] δείπνων οἰκουριᾶν μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (-ιῶν, -ιᾶν codd. contra metr.: οἰκοριᾶν Mosch.: οἰκοαρᾶν Wil.: v. Leumann, Hom. Wörter, 223&#774;{20}) (P. 9.19)
|sltr=[[οἰκούριος]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ?looking [[after]] the [[house]] ἐφίλησεν [[οὔτε]] δείπνων οἰκουριᾶν μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (-ιῶν, -ιᾶν codd. contra metr.: οἰκοριᾶν Mosch.: οἰκοαρᾶν Wil.: v. Leumann, Hom. Wörter, 223&#774;{20}) (P. 9.19)
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκούριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. [[οἰκόριος]], -ία, -ον (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκούρια</i><br />α) [[αμοιβή]] για την [[επιμέλεια]] του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῡ μακροῡ χρόνου», <b>Σοφ.</b>)<br />β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο [[σπίτι]] και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑταῑραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι.
}}
}}