Anonymous

οἰκειωτικός: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s’accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
|btext=ή, όν :<br />qui s’accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκειωτικός]], -ή, -όν (Α) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο [[πρόσφορος]], ο [[αρμόδιος]] για [[εξοικείωση]] («τέχνης οἰκειωτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> προσοικειωτικός, [[προσαρμοστικός]], αυτός που τείνει [[προς]] [[οικείωση]], [[προς]] [[συνάφεια]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκειωτικόν</i><br />[[εξοικείωση]].
}}
}}