Anonymous

οἰκειωτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκειωτικός''': -ή, -όν, ([[οἰκειόω]] 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, [[τέχνη]] οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) [[ἁρμοστικός]], οἰκ. [[δύναμις]] [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 759Ε.
|lstext='''οἰκειωτικός''': -ή, -όν, ([[οἰκειόω]] 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, [[τέχνη]] οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) [[ἁρμοστικός]], οἰκ. [[δύναμις]] [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 759Ε.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui s’accorde ; [[πρός]] [[τι]], avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]].
}}
}}