Anonymous

οἶμα: Difference between revisions

From LSJ
1,762 bytes added ,  29 September 2017
28
(Autenrieth)
(28)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ατος ([[οἴσω]], [[φέρω]]): [[spring]], [[swoop]]. (Il.) [[οἰμάω]] ([[οἶμα]]), aor. οἴμησε: [[dart]] [[upon]], [[swoop]] [[after]], Il. 22.308, , Od. 24.538.
|auten=ατος ([[οἴσω]], [[φέρω]]): [[spring]], [[swoop]]. (Il.) [[οἰμάω]] ([[οἶμα]]), aor. οἴμησε: [[dart]] [[upon]], [[swoop]] [[after]], Il. 22.308, , Od. 24.538.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἶμα]], οἴματος, τὸ (Α)<br />βίαιη [[εφόρμηση]], [[έφοδος]] («αἰετοῡ οἴματ' ἔχων [[μέλανος]] τοῡ θηρητῆρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. [[οἶμα]] μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. <i>οἰμῆσαι</i>, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος [[οἰμάω]]. Η ανώμαλη [[παραγωγή]] του ρήματος [[αυτού]] από το θ. της ονομ. του [[οἶμα]] και όχι από το θ. της γεν. <i>οἰματ</i>- οδήγησε στην [[υπόθεση]] ότι το ρ. [[οἰμάω]] έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. <i>οἶ</i>[[σ]]<i>μος</i> (ή [[οἴμη]]). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. <i>a</i><i>ē</i><i>šma</i>- «[[οργή]], [[θυμός]]» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>isyati</i>, <i>isn</i><i>ā</i><i>ti</i> και αβεστ. <i>išyeiti</i> «κινούμαι, [[σπρώχνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ιαίνω]], [[ιερός]]). Ο τ. [[επίσης]] θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. <i>ira</i> «[[οργή]], [[θυμός]]» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>eis</i><i>ā</i>), <b>πρβλ.</b> [[επίσης]] [[οἶστρος]] και [[ὀϊστός]]. Κατ' άλλους, [[τέλος]], η λ. [[οἶμα]] και το ρ. [[οἰμάω]] συνδέονται με τη λ. [[οἶμος]] «[[δρόμος]], [[οδός]]»].
}}
}}