Anonymous

οἰόκερως: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_23)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰόκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ([[κέρας]]) ὁ ἓν μόνον [[κέρας]] ἔχων, [[μονόκερως]], Ὀππ. Κυν. 2. 96· ― ἀνώμαλ. γεν. οἰοκέρηος, Ἀπολιν. Ψαλμ. ΚΗϳ (ΚΘϳ) 13.
|lstext='''οἰόκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, ([[κέρας]]) ὁ ἓν μόνον [[κέρας]] ἔχων, [[μονόκερως]], Ὀππ. Κυν. 2. 96· ― ἀνώμαλ. γεν. οἰοκέρηος, Ἀπολιν. Ψαλμ. ΚΗϳ (ΚΘϳ) 13.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰόκερως]], -έρωτος, ὁ, ἡ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(παλαιοντ.)</b> [[γένος]] σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα του κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ένα μόνο [[κέρατο]], [[μονοκέρατος]], [[μονόκερως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>κερως</i>].
}}
}}