οἰόκερως
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας) one-horned, Opp.C.2.96.
German (Pape)
[Seite 308] ωτος, einhörnig, Opp. Cyn. 2, 96.
Greek (Liddell-Scott)
οἰόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, (κέρας) ὁ ἓν μόνον κέρας ἔχων, μονόκερως, Ὀππ. Κυν. 2. 96· ― ἀνώμαλ. γεν. οἰοκέρηος, Ἀπολιν. Ψαλμ. ΚΗϳ (ΚΘϳ) 13.
Greek Monolingual
ο (Α οἰόκερως, -έρωτος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
(παλαιοντ.) γένος σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα του κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α.
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, μονοκέρατος, μονόκερως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -κερως (< κέρας), πρβλ. ορθό-κερως].