Anonymous

ὀλιγόκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόκαιρος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.
|lstext='''ὀλῐγόκαιρος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγόκαιρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, που δεν επιδέχεται [[αναβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]].
}}
}}