Anonymous

ὀλιγόμισθος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόμισθος''': -ον, ὁ μικρὸν μισθὸν λαμβάνων, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Α.
|lstext='''ὀλῐγόμισθος''': -ον, ὁ μικρὸν μισθὸν λαμβάνων, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγόμισθος]], -ον (Α)<br />αυτός που παίρνει μικρό [[μισθό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].
}}
}}