Anonymous

ὀλβιοδώτης: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_15)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλβιοδώτης''': ὁ, καὶ θηλ. ὀλβιοδῶτις, ἴδε [[ὀλβιόδωρος]].
|lstext='''ὀλβιοδώτης''': ὁ, καὶ θηλ. ὀλβιοδῶτις, ἴδε [[ὀλβιόδωρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλβιοδώτης]], ὁ, θηλ. [[ὀλβιοδῶτις]] (Α)<br />αυτός που δίνει [[ευτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευδαίμων]], [[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ωραιο</i>-[[δώτης]].
}}
}}