Anonymous

οἰκητός: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />habité.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />habité.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκητός]], -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) [[οικώ]]<br /><b>1.</b> κατοικημένος (α. «ὁ [[τόπος]]... ἐστὶ μὴν [[οἰκητός]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκητὸς ([[αὐλή]]) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[κατοικήσιμος]] («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).
}}
}}