Anonymous

οἰκητός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκητός''': -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· [[οἰκήσιμος]], οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.
|lstext='''οἰκητός''': -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· [[οἰκήσιμος]], οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.
}}
{{bailly
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br />habité.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέω]].
}}
}}