Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁλκή: Difference between revisions

From LSJ
2,025 bytes added ,  29 September 2017
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de tirer ; poids qui entraîne le plateau d’une balance ; <i>en gén.</i> poids;<br /><b>2</b> attraction, entraînement, propension.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de tirer ; poids qui entraîne le plateau d’une balance ; <i>en gén.</i> poids;<br /><b>2</b> attraction, entraînement, propension.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁλκή]])<br /><b>1.</b> η [[έλξη]], το [[σύρσιμο]] ή το [[τράβηγμα]] («ἡ τῆς γνάψεως [[ὁλκή]]» — το να σύρει [[κάποιος]] το ξαντικό [[εργαλείο]] [[κατά]] την [[κατεργασία]] υφασμάτων, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[προς]] τα [[κάτω]] [[ροπή]] της πλάστιγγας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[βάρος]] σφαίρας τών παλαιών πυροβόλων<br /><b>2.</b> η [[διάμετρος]] του [[σωλήνα]] πυροβόλου όπλου, το [[διαμέτρημα]]<br /><b>3.</b> <b>(μεταλργ.)</b> [[μηχανική]] [[κατεργασία]] τών μετάλλων με την οποία αυτά μετατρέπονται σε σύρματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μεγάλης]] ολκής» ή, [[απλώς]], «ολκής» — [[μεγάλης]] δύναμης ή σπουδαιότητας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναρρόφηση]] αίματος με [[βεντούζα]]<br /><b>2.</b> [[μύηση]], [[εισαγωγή]] («[[παιδεία]] ἔσθ' ἡ παίδων ὁλκὴ καὶ ἀγωγὴ πρὸς τὸν ὑπὸ τοῡ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> η ελκτική [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> η [[δραχμή]] ως [[βάρος]]<br /><b>5.</b> [[τάση]], [[ροπή]], [[κλίση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁλκὴ πνεύματος» — [[εισπνοή]] αέρα<br />β) «τοῑς δεινοῑς περὶ λόγων ὁλκήν» — στους έμπειρους στο να δίνουν στις λέξεις εσφαλμένη [[σημασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ὁλκ</i>- του θ. <i>ἑλκ</i>- του [[ἕλκω]]].
}}
}}