Anonymous

ὁλόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en or.<br />'''Étymologie:''' ὅλός, [[χρυσός]].
|btext=ος, ον :<br />tout en or.<br />'''Étymologie:''' ὅλός, [[χρυσός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόχρυσος]], -ον)<br />κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον [[ὁλόχρυσον]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάξανθος]] («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ὁλόχρυσον]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.
}}
}}