Anonymous

ὀλοφυρτικός: Difference between revisions

From LSJ
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plaintif, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
|btext=ή, όν :<br />plaintif, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφυρτικός]], -ή, -όν (Α) [[ολοφύρομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, [[θρηνητικός]]<br /><b>2.</b> [[μεμψίμοιρος]], [[παραπονιάρης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλοφυρτικῶς</i> (Α)<br />με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.
}}
}}