Anonymous

ὀλοφυρτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλοφυρτικός''': -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, [[θρηνητικός]], παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.
|lstext='''ὀλοφυρτικός''': -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, [[θρηνητικός]], παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plaintif, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοφύρομαι]].
}}
}}