Anonymous

ὁμαλόδερμος: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμᾰλόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμαλὸν δέρμα, Σουΐδ, ἐν λ. [[λειόφλοιος]].
|lstext='''ὁμᾰλόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμαλὸν δέρμα, Σουΐδ, ἐν λ. [[λειόφλοιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμαλόδερμος]], -ον (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που έχει ομαλό, απαλό, λείο [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]]].
}}
}}