ὁμαλόδερμος

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰλόδερμος Medium diacritics: ὁμαλόδερμος Low diacritics: ομαλόδερμος Capitals: ΟΜΑΛΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: homalódermos Transliteration B: homalodermos Transliteration C: omalodermos Beta Code: o(malo/dermos

English (LSJ)

ὁμαλόδερμον, smooth-skinned, Suid. s.v. λειόφλοιον (λειόφυλλον, -φυτον codd.).

German (Pape)

[Seite 329] mit ebenem, glattem Felle, Suid. s. v. λειόφυλλον.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ὁμαλὸν δέρμα, Σουΐδ, ἐν λ. λειόφλοιος.

Greek Monolingual

ὁμαλόδερμος, -ον (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ομαλό, απαλό, λείο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός + δέρμα].