3,277,055
edits
(6_11) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμολογητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41. | |lstext='''ὁμολογητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ὁμολογητικός]], -ή, -όν) [[ομολογητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομολογία]] ή στον ομολογητή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμολογητικόν</i><br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμολογητικῶς</i> (Μ)<br />με ομολογητικό τρόπο, όπως ο [[ομολογητής]]. | |||
}} | }} |