ὁμολογητικός

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογητικός Medium diacritics: ὁμολογητικός Low diacritics: ομολογητικός Capitals: ΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: homologētikós Transliteration B: homologētikos Transliteration C: omologitikos Beta Code: o(mologhtiko/s

English (LSJ)

ὁμολογητική, ὁμολογητικόν, of or for confessing: Adv. ὁμολογητικῶς, ὀμνύειν Eust. 233.40.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁμολογίαν. ― Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 233. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) ομολογητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.