3,274,919
edits
(6_15) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμφᾰλιστήρ''': ὁ, τὸ [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν [[λῶρον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ. | |lstext='''ὀμφᾰλιστήρ''': ὁ, τὸ [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν [[λῶρον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |